- πλησίος
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (305) μαζί με τους Αγάπιο, Αλέξανδρο, Τιμόλαο, Διονύσιο και Ρωμύλο. Η μνήμη τους τιμάται στις 15 Μαρτίου.
* * *-ία, -ίον και δωρ. τ. πλάσιος, -ία, -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι2. γειτονικός3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλησίοςγείτονας4. (το ουδ. ως επίρρ.) πλησίονβλ. πλησίον.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλησίος (< πλᾱτ-ιος με συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι-, πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης) έχει σχηματιστεί από θ. πλᾱτ- (πρβλ. ἄπλᾱτ-ος, πρόσ-πλᾱτ-ος, πλᾱτ-ός), το οποίο ανάγεται στη ρίζα πελᾱ-/ πλᾱ- τού επιρρ. πέλας*, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο (πρβλ. πλή-ν)].
Dictionary of Greek. 2013.